σταμπάτος

σταμπάτος
-η, -ο, Ν [στάμπα]
σταμπωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταμπάτος — σταμπάτος, η, ο και σταμπωτός, ή, ό αυτός που έχει πάνω του αποτυπώματα συνήθως χρωματιστά: Σταμπάτο πανί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταμπωτός — ή, ό βλ. σταμπάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”